καλπουζάνος

καλπουζάνος
ο, θηλ. καλπουζάνα
1. αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, κιβδηλοποιός, πλαστογράφος, παραχαράκτης
2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος δόλιος, απατεώνας, ασυνείδητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλπουζάνος — ο θηλ. καλπουζάνα (λ. τουρκ.) 1. αυτός που κατασκευάζει κάλπικα νομίσματα: Έχουν πιαστεί πολλοί καλπουζάνοι. 2. δόλιος άνθρωπος, ψεύτης: Υπάρχουν πολλοί καλπουζάνοι μέσα στην κοινωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλπαζάνης — ο (Μ καλπαζάνης) απατεώνας, καλπουζάνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazan] …   Dictionary of Greek

  • καλπουζάνικος — η, ο [καλπουζάνος] αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε καλπουζάνο*. κίβδηλος, πλαστός, ψεύτικος, κατεργάρικος, κάλπικος. επίρρ... καλπουζάνικα δόλια, με απάτη, με κιβδηλεία …   Dictionary of Greek

  • καλπουζανιά — και καρπουζανιά, η [καλπουζάνος] 1. παραποίηση νομίσματος ή ενσήμου, πλαστογραφία, κιβδηλεία 2. γεν. δόλια πράξη, απάτη, δολιότητα, κατεργαριά, υπουλότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”